- σχαλίδωμα
- σχαλίδωμα, τό, die als Stütze untergestellte Gabel
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
σχαλίδωμα — ώματος, τὸ, Α διχαλωτό τεμάχιο ξύλου που χρησιμοποιούσαν ως υποστήριγμα, η σχαλίδα*. [ΕΤΥΜΟΛ. Επεκταμένος τ. < σχαλίς, ίδος + κατάλ. ωμα (πρβλ. πέπλ ωμα: πέπλος, πλεύρ ωμα: πλευρά)] … Dictionary of Greek
σχαλιδώματα — σχαλίδωμα forked prop neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)